μεγαλοφροσύνη

μεγαλοφροσύνη
η (ΑM μεγαλοφροσύνη) [μεγαλόφρων]
1. η ιδιότητα και το χαρακτηριστικό γνώρισμα τού μεγαλόφρονα, το να έχει κανείς υψηλό και γενναίο φρόνημα, η μεγαλοψυχία, η γενναιοφροσύνη («τὴν σὴν ἀνδρείαν καὶ μεγαλοφροσύνην», Πλάτ.)
2. (με κακή σημ.) υπερηφάνεια, αλαζονεία, έπαρση, υπεροψία («μεγαλοφροσύνης εἵνεκεν αὐτὸ Ξέρξης ὀρύσσειν ἐκέλευε», Ηρόδ.)
αρχ.
1. ανώτερη σκέψη, υψηλή σκέψη («ὕψος μεγαλοφροσύνης ἀπήχημα», Λογγίν.)
2. στον πληθ. αἱ μεγαλοφροσύναι
υπερήφανοι στοχασμοί
3. φρ. «μεγαλοφροσύνη τοῡ γένους» — περηφάνια για το γένος, για την καταγωγή (Αντιφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλοφροσύνη — greatness of mind fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφροσύνῃ — μεγαλοφροσύνη greatness of mind fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφροσύνη — η 1. μεγαλοψυχία, περηφάνια. 2. αλαζονεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεγαλοφροσύνηι — μεγαλοφροσύνῃ , μεγαλοφροσύνη greatness of mind fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφροσύναις — μεγαλοφροσύνη greatness of mind fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφροσύνην — μεγαλοφροσύνη greatness of mind fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφροσύνης — μεγαλοφροσύνη greatness of mind fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλόφρων — ον (Α μεγαλόφρων, ον) 1. αυτός που έχει υψηλό φρόνημα, γενναιόψυχος, υψηλόφρων, ανδρείος 2. αλαζών, υπερήφανος, υπερόπτης, υπερφίαλος αρχ. 1. (για πράξεις) αυτός που προέρχεται από μεγαλοφροσύνη, που αποδεικνύει μεγαλοφροσύνη 2. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοφροσύνως — (Α) επίρρ. με μεγαλοφροσύνη, με μεγαλοψυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μεγαλοφρόνως, από το ουσ. μεγαλοφροσύνη, κατά τα επιρρ. ευφροσύνως, χαρμοσύνως, τα οποία είναι κανονικοί σχηματισμοί και αντίστοιχα επίθετα (ευφρόσυνος, χαρμόσυνος)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοφροσύνᾳ — μεγαλοφροσύναι , μεγαλοφροσύνη greatness of mind fem nom/voc pl μεγαλοφροσύνᾱͅ , μεγαλοφροσύνη greatness of mind fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”